- ανευρεσις
- ἀνεύρεσιςἀν-εύρεσις-εως ἥ нахождение, обнаружение
εἰς σέν ἀνεύρεσιν ὀρθῶς ἔκρανε Eur. — он мудро помог (мне) найти тебя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰς σέν ἀνεύρεσιν ὀρθῶς ἔκρανε Eur. — он мудро помог (мне) найти тебя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνεύρεσις — discovery fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνευρέσει — ἀνεύρεσις discovery fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνευρέσεϊ , ἀνεύρεσις discovery fem dat sg (epic) ἀνεύρεσις discovery fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεύρεσιν — ἀνεύρεσις discovery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεύρεση — η (Α ἀνεύρεσις) [ανευρίσκω] 1. εύρεση χαμένου πράγματος 2. εφεύρεση, ανακάλυψη, επινόηση … Dictionary of Greek
ἀνευρέσεως — ἀνευρέσεω̆ς , ἀνεύρεσις discovery fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)